- Φύταλος
- Φύταλοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φύταλος — ὁ, Α Αττικός ήρωας στον οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, η θεά Δήμητρα δίδαξε την καλλιέργεια τής συκιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στο θ. φῠ τού φύω* και εμφανίζει επίθημα ταλ ος, το οποίο ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *tl τής ΙΕ κατάλ. * tel… … Dictionary of Greek
Φυτάλου — Φύταλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φύταλον — Φύταλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ФИТАЛ — • Phytălus, Φύταλος, элевсинский герой, получивший в дар от Деметры за то, что гостеприимно принимал ее, молодое фиговое дерево. Его потомки, Фиталиды, вышли навстречу Одиссею и очистили его посредством торжественной очистительной… … Реальный словарь классических древностей
Фитал — (др. греч. Φύταλος «производящий растения») персонаж древнегреческой мифологии[1]. Герой, жил около Элевсина. Принял в своем доме Деметру, и та дала ему отросток смоквы[2]. От Фиталидов (потомков Фитала) у реки Кефисса получил очищение… … Википедия
Phytalvs — PHYTĂLVS, i, Gr. Φύταλος, ου, nahm die Ceres in sein Haus auf, als sie umher schweifete, ihre Tochter, die Proserpina, zu suchen. Zur Dankbarkeit verehrete sie ihm einen Feigenzweig, den er pflanzete, und dadurch dieses Gewächs unter die Menschen … Gründliches mythologisches Lexikon
Φυταλίδαι — οἱ, Α παλαιό γένος τής Αττικής, που καταγόταν από τον Φύταλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φύταλος + πατρων. κατάλ. ίδης*] … Dictionary of Greek
φυταλιά — και επικ. και ιων. τ. φυταλιή, ἡ, Α 1. τόπος με δέντρα ή τόπος φυτεμένος με αμπέλια, σε αντιδιαστολή, κυρίως, προς τη σπαρμένη γη 2. φυτό 3. (ειδικά) α) η ελιά β) η άμπελος 4. χρόνος κατάλληλος για καλλιέργεια φυτών, το δεύτερο ήμισυ τού χειμώνα… … Dictionary of Greek